- ὑπόρρηνος
- ὑπό- ρρηνος (ϝρήν): having a lamb under her, Od. 10.216†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑπόρρηνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόρρηνος — ον, Α (επικ. τ.) ὕπαρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρηνος (< ῥήν, ῥῆνος «αρνί»), πρβλ. πολύ ρρηνος] … Dictionary of Greek
ὑπόρρηνον — ὑπόρρηνος masc/fem acc sg ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρρηνα — ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)